μπόχα

μπόχα
η
ανυπόφορη μυρουδιά, δυσοσμία: Από την τουαλέτα έβγαινε μπόχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπόχα — η δυσοσμία, δυσάρεστη οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *απόχα < απο χύνω «αναδίδω». Κατ άλλους < μπούφφα < *υπ όμφα] …   Dictionary of Greek

  • βόχα — η βλ. μπόχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”